λειψανηλόγος

λειψανηλόγος
λειψανηλόγος, -ον (Α)
αυτός που συλλέγει λείψανα, υπολείμματα, απομεινάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λείψανο + -λόγος (< λόγος). Το συνδετικό φωνήεν -η- οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λειψανηλόγους — λειψανηλόγος gathering remnants masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”